Jump to content

αγλύκαντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγλύκαντος (aglýkantosm (feminine αγλύκαντη, neuter αγλύκαντο)

  1. unsweetened
  2. (taste) bitter

Declension

[edit]
Declension of αγλύκαντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγλύκαντος (aglýkantos) αγλύκαντη (aglýkanti) αγλύκαντο (aglýkanto) αγλύκαντοι (aglýkantoi) αγλύκαντες (aglýkantes) αγλύκαντα (aglýkanta)
genitive αγλύκαντου (aglýkantou) αγλύκαντης (aglýkantis) αγλύκαντου (aglýkantou) αγλύκαντων (aglýkanton) αγλύκαντων (aglýkanton) αγλύκαντων (aglýkanton)
accusative αγλύκαντο (aglýkanto) αγλύκαντη (aglýkanti) αγλύκαντο (aglýkanto) αγλύκαντους (aglýkantous) αγλύκαντες (aglýkantes) αγλύκαντα (aglýkanta)
vocative αγλύκαντε (aglýkante) αγλύκαντη (aglýkanti) αγλύκαντο (aglýkanto) αγλύκαντοι (aglýkantoi) αγλύκαντες (aglýkantes) αγλύκαντα (aglýkanta)

Synonyms

[edit]