αγαλβάνιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγαλβάνιστος • (agalvánistos) m (feminine αγαλβάνιστη, neuter αγαλβάνιστο)
- ungalvanised (UK), ungalvanized (US)
Declension
[edit]Declension of αγαλβάνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαλβάνιστος • | αγαλβάνιστη • | αγαλβάνιστο • | αγαλβάνιστοι • | αγαλβάνιστες • | αγαλβάνιστα • |
genitive | αγαλβάνιστου • | αγαλβάνιστης • | αγαλβάνιστου • | αγαλβάνιστων • | αγαλβάνιστων • | αγαλβάνιστων • |
accusative | αγαλβάνιστο • | αγαλβάνιστη • | αγαλβάνιστο • | αγαλβάνιστους • | αγαλβάνιστες • | αγαλβάνιστα • |
vocative | αγαλβάνιστε • | αγαλβάνιστη • | αγαλβάνιστο • | αγαλβάνιστοι • | αγαλβάνιστες • | αγαλβάνιστα • |
Antonyms
[edit]- γαλβανισμένος (galvanisménos)
Related terms
[edit]- γαλβανισμός m (galvanismós, “galvanisation”)