Jump to content

αγουροξυπνημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from άγουρος (ágouros, immature) and ξυπνώ (xypnó, to wake up)

Adjective

[edit]

αγουροξυπνημένος (agouroxypniménosm (feminine αγουροξυπνημένη, neuter αγουροξυπνημένο)

  1. half-awake
  2. prematurely woken, awakened early

Declension

[edit]
Declension of αγουροξυπνημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγουροξυπνημένος (agouroxypniménos) αγουροξυπνημένη (agouroxypniméni) αγουροξυπνημένο (agouroxypniméno) αγουροξυπνημένοι (agouroxypniménoi) αγουροξυπνημένες (agouroxypniménes) αγουροξυπνημένα (agouroxypniména)
genitive αγουροξυπνημένου (agouroxypniménou) αγουροξυπνημένης (agouroxypniménis) αγουροξυπνημένου (agouroxypniménou) αγουροξυπνημένων (agouroxypniménon) αγουροξυπνημένων (agouroxypniménon) αγουροξυπνημένων (agouroxypniménon)
accusative αγουροξυπνημένο (agouroxypniméno) αγουροξυπνημένη (agouroxypniméni) αγουροξυπνημένο (agouroxypniméno) αγουροξυπνημένους (agouroxypniménous) αγουροξυπνημένες (agouroxypniménes) αγουροξυπνημένα (agouroxypniména)
vocative αγουροξυπνημένε (agouroxypniméne) αγουροξυπνημένη (agouroxypniméni) αγουροξυπνημένο (agouroxypniméno) αγουροξυπνημένοι (agouroxypniménoi) αγουροξυπνημένες (agouroxypniménes) αγουροξυπνημένα (agouroxypniména)
[edit]