Jump to content

αγιωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγιωτικός (agiotikósm (feminine αγιωτική, neuter αγιωτικό)

  1. saintly, saintlike, pious, virtuous

Declension

[edit]
Declension of αγιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγιωτικός (agiotikós) αγιωτική (agiotikí) αγιωτικό (agiotikó) αγιωτικοί (agiotikoí) αγιωτικές (agiotikés) αγιωτικά (agiotiká)
genitive αγιωτικού (agiotikoú) αγιωτικής (agiotikís) αγιωτικού (agiotikoú) αγιωτικών (agiotikón) αγιωτικών (agiotikón) αγιωτικών (agiotikón)
accusative αγιωτικό (agiotikó) αγιωτική (agiotikí) αγιωτικό (agiotikó) αγιωτικούς (agiotikoús) αγιωτικές (agiotikés) αγιωτικά (agiotiká)
vocative αγιωτικέ (agiotiké) αγιωτική (agiotikí) αγιωτικό (agiotikó) αγιωτικοί (agiotikoí) αγιωτικές (agiotikés) αγιωτικά (agiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγιωτικός, etc.)