Jump to content

αβόγκητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβόγκητος (avógkitosm (feminine αβόγκητη, neuter αβόγκητο)

  1. uncomplaining

Declension

[edit]
Declension of αβόγκητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβόγκητος (avógkitos) αβόγκητη (avógkiti) αβόγκητο (avógkito) αβόγκητοι (avógkitoi) αβόγκητες (avógkites) αβόγκητα (avógkita)
genitive αβόγκητου (avógkitou) αβόγκητης (avógkitis) αβόγκητου (avógkitou) αβόγκητων (avógkiton) αβόγκητων (avógkiton) αβόγκητων (avógkiton)
accusative αβόγκητο (avógkito) αβόγκητη (avógkiti) αβόγκητο (avógkito) αβόγκητους (avógkitous) αβόγκητες (avógkites) αβόγκητα (avógkita)
vocative αβόγκητε (avógkite) αβόγκητη (avógkiti) αβόγκητο (avógkito) αβόγκητοι (avógkitoi) αβόγκητες (avógkites) αβόγκητα (avógkita)