Jump to content

αβαλσάμωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβαλσάμωτος (avalsámotosm (feminine αβαλσάμωτη, neuter αβαλσάμωτο)

  1. unembalmed, not embalmed
    Synonym: αταρίχευτος (atarícheftos)

Declension

[edit]
Declension of αβαλσάμωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβαλσάμωτος (avalsámotos) αβαλσάμωτη (avalsámoti) αβαλσάμωτο (avalsámoto) αβαλσάμωτοι (avalsámotoi) αβαλσάμωτες (avalsámotes) αβαλσάμωτα (avalsámota)
genitive αβαλσάμωτου (avalsámotou) αβαλσάμωτης (avalsámotis) αβαλσάμωτου (avalsámotou) αβαλσάμωτων (avalsámoton) αβαλσάμωτων (avalsámoton) αβαλσάμωτων (avalsámoton)
accusative αβαλσάμωτο (avalsámoto) αβαλσάμωτη (avalsámoti) αβαλσάμωτο (avalsámoto) αβαλσάμωτους (avalsámotous) αβαλσάμωτες (avalsámotes) αβαλσάμωτα (avalsámota)
vocative αβαλσάμωτε (avalsámote) αβαλσάμωτη (avalsámoti) αβαλσάμωτο (avalsámoto) αβαλσάμωτοι (avalsámotoi) αβαλσάμωτες (avalsámotes) αβαλσάμωτα (avalsámota)

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]