αγοήτευτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγοήτευτος (agoḯteftosm (feminine αγοήτευτη, neuter αγοήτευτο)

  1. unbeguiled, uncharmed, unseduced

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγοήτευτος (agoḯteftos) αγοήτευτη (agoḯtefti) αγοήτευτο (agoḯtefto) αγοήτευτοι (agoḯteftoi) αγοήτευτες (agoḯteftes) αγοήτευτα (agoḯtefta)
genitive αγοήτευτου (agoḯteftou) αγοήτευτης (agoḯteftis) αγοήτευτου (agoḯteftou) αγοήτευτων (agoḯtefton) αγοήτευτων (agoḯtefton) αγοήτευτων (agoḯtefton)
accusative αγοήτευτο (agoḯtefto) αγοήτευτη (agoḯtefti) αγοήτευτο (agoḯtefto) αγοήτευτους (agoḯteftous) αγοήτευτες (agoḯteftes) αγοήτευτα (agoḯtefta)
vocative αγοήτευτε (agoḯtefte) αγοήτευτη (agoḯtefti) αγοήτευτο (agoḯtefto) αγοήτευτοι (agoḯteftoi) αγοήτευτες (agoḯteftes) αγοήτευτα (agoḯtefta)

Antonyms

[edit]
[edit]