Jump to content

διασυνοριακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from δια- (dia-) +‎ συνοριακός (synoriakós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ði.a.si.no.ɾi.aˈkos/
  • Hyphenation: δι‧α‧συ‧νο‧ρι‧α‧κός

Adjective

[edit]

διασυνοριακός (diasynoriakósm (feminine διασυνοριακή, neuter διασυνοριακό)

  1. cross-border, transfrontier

Declension

[edit]
Declension of διασυνοριακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διασυνοριακός (diasynoriakós) διασυνοριακή (diasynoriakí) διασυνοριακό (diasynoriakó) διασυνοριακοί (diasynoriakoí) διασυνοριακές (diasynoriakés) διασυνοριακά (diasynoriaká)
genitive διασυνοριακού (diasynoriakoú) διασυνοριακής (diasynoriakís) διασυνοριακού (diasynoriakoú) διασυνοριακών (diasynoriakón) διασυνοριακών (diasynoriakón) διασυνοριακών (diasynoriakón)
accusative διασυνοριακό (diasynoriakó) διασυνοριακή (diasynoriakí) διασυνοριακό (diasynoriakó) διασυνοριακούς (diasynoriakoús) διασυνοριακές (diasynoriakés) διασυνοριακά (diasynoriaká)
vocative διασυνοριακέ (diasynoriaké) διασυνοριακή (diasynoriakí) διασυνοριακό (diasynoriakó) διασυνοριακοί (diasynoriakoí) διασυνοριακές (diasynoriakés) διασυνοριακά (diasynoriaká)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ διασυνοριακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language