αγράμματος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, lacking) +‎ γράμματα (grámmata, education, literature).

Adjective

[edit]

αγράμματος (agrámmatosm (feminine αγράμματη, neuter αγράμματο)

  1. illiterate
    Synonym: αναλφάβητος (analfávitos)
  2. ignorant
  3. uneducated

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγράμματος (agrámmatos) αγράμματη (agrámmati) αγράμματο (agrámmato) αγράμματοι (agrámmatoi) αγράμματες (agrámmates) αγράμματα (agrámmata)
genitive αγράμματου (agrámmatou) αγράμματης (agrámmatis) αγράμματου (agrámmatou) αγράμματων (agrámmaton) αγράμματων (agrámmaton) αγράμματων (agrámmaton)
accusative αγράμματο (agrámmato) αγράμματη (agrámmati) αγράμματο (agrámmato) αγράμματους (agrámmatous) αγράμματες (agrámmates) αγράμματα (agrámmata)
vocative αγράμματε (agrámmate) αγράμματη (agrámmati) αγράμματο (agrámmato) αγράμματοι (agrámmatoi) αγράμματες (agrámmates) αγράμματα (agrámmata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγράμματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγράμματος, etc.)

[edit]

See also

[edit]