Jump to content

αναλφάβητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναλφάβητος (analfávitosm (feminine αναλφάβητη, neuter αναλφάβητο)

  1. illiterate
  2. (as a noun) illiterate person

Declension

[edit]
Declension of αναλφάβητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλφάβητος (analfávitos) αναλφάβητη (analfáviti) αναλφάβητο (analfávito) αναλφάβητοι (analfávitoi) αναλφάβητες (analfávites) αναλφάβητα (analfávita)
genitive αναλφάβητου (analfávitou) αναλφάβητης (analfávitis) αναλφάβητου (analfávitou) αναλφάβητων (analfáviton) αναλφάβητων (analfáviton) αναλφάβητων (analfáviton)
accusative αναλφάβητο (analfávito) αναλφάβητη (analfáviti) αναλφάβητο (analfávito) αναλφάβητους (analfávitous) αναλφάβητες (analfávites) αναλφάβητα (analfávita)
vocative αναλφάβητε (analfávite) αναλφάβητη (analfáviti) αναλφάβητο (analfávito) αναλφάβητοι (analfávitoi) αναλφάβητες (analfávites) αναλφάβητα (analfávita)

Synonyms

[edit]
[edit]

Noun

[edit]

αναλφάβητος (analfávitosm (plural αναλφάβητοι, feminine αναλφάβητη)

  1. illiterate person

Declension

[edit]
see above