αναλφαβητισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναλφαβητισμός • (analfavitismós) m (uncountable)
Declension
[edit] αναλφαβητισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αναλφαβητισμός • |
genitive | αναλφαβητισμού • |
accusative | αναλφαβητισμό • |
vocative | αναλφαβητισμέ • |
Synonyms
[edit]- (illiteracy): αγραμματοσύνη f (agrammatosýni)
Antonyms
[edit]- αλφαβητισμός f (alfavitismós, “literacy”)
Related terms
[edit]- αναλφάβητος (analfávitos, “illiterate”)
- and see: αλφάβητο n (alfávito, “alphabet”)
Further reading
[edit]- Αλφαβητισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el