Jump to content

άβιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

άβιος (áviosm (feminine άβιος or άβια, neuter άβιο)

  1. lifeless

Declension

[edit]
Declension of άβιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβιος (ávios) άβιος (ávios)
άβια (ávia)
άβιο (ávio) άβιοι (ávioi) άβιοι (ávioi)
άβιες (ávies)
άβια (ávia)
genitive άβιου (áviou) άβιου (áviou)
άβιας (ávias)
άβιου (áviou) άβιων (ávion) άβιων (ávion) άβιων (ávion)
accusative άβιο (ávio) άβιο (ávio)
άβια (ávia)
άβιο (ávio) άβιους (ávious) άβιους (ávious)
άβιες (ávies)
άβια (ávia)
vocative άβιε (ávie) άβιε (ávie)
άβια (ávia)
άβιο (ávio) άβιοι (ávioi) άβιοι (ávioi)
άβιες (ávies)
άβια (ávia)