Jump to content

άβατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.va.tos/
  • Hyphenation: ά‧βα‧τος

Adjective

[edit]

άβατος (ávatosm (feminine άβατη, neuter άβατο)

  1. unpassable, impassable, inaccessible
  2. sacrosanct
  3. untrodden

Declension

[edit]
Declension of άβατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβατος (ávatos) άβατη (ávati) άβατο (ávato) άβατοι (ávatoi) άβατες (ávates) άβατα (ávata)
genitive άβατου (ávatou) άβατης (ávatis) άβατου (ávatou) άβατων (ávaton) άβατων (ávaton) άβατων (ávaton)
accusative άβατο (ávato) άβατη (ávati) άβατο (ávato) άβατους (ávatous) άβατες (ávates) άβατα (ávata)
vocative άβατε (ávate) άβατη (ávati) άβατο (ávato) άβατοι (ávatoi) άβατες (ávates) άβατα (ávata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβατος, etc.)

[edit]