Jump to content

αγγλικανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Medieval Latin Anglicanus.

Adjective

[edit]

αγγλικανικός (anglikanikósm (feminine αγγλικανική, neuter αγγλικανικό)

  1. Anglican, of the Anglican church

Declension

[edit]
Declension of αγγλικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγγλικανικός (anglikanikós) αγγλικανική (anglikanikí) αγγλικανικό (anglikanikó) αγγλικανικοί (anglikanikoí) αγγλικανικές (anglikanikés) αγγλικανικά (anglikaniká)
genitive αγγλικανικού (anglikanikoú) αγγλικανικής (anglikanikís) αγγλικανικού (anglikanikoú) αγγλικανικών (anglikanikón) αγγλικανικών (anglikanikón) αγγλικανικών (anglikanikón)
accusative αγγλικανικό (anglikanikó) αγγλικανική (anglikanikí) αγγλικανικό (anglikanikó) αγγλικανικούς (anglikanikoús) αγγλικανικές (anglikanikés) αγγλικανικά (anglikaniká)
vocative αγγλικανικέ (anglikaniké) αγγλικανική (anglikanikí) αγγλικανικό (anglikanikó) αγγλικανικοί (anglikanikoí) αγγλικανικές (anglikanikés) αγγλικανικά (anglikaniká)
[edit]

See also

[edit]