Jump to content

έκτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Numeral

[edit]

έκτος (éktosm (feminine έκτη, neuter έκτο)

  1. sixth

Declension

[edit]
Declension of έκτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έκτος (éktos) έκτη (ékti) έκτο (ékto) έκτοι (éktoi) έκτες (éktes) έκτα (ékta)
genitive έκτου (éktou) έκτης (éktis) έκτου (éktou) έκτων (ékton) έκτων (ékton) έκτων (ékton)
accusative έκτο (ékto) έκτη (ékti) έκτο (ékto) έκτους (éktous) έκτες (éktes) έκτα (ékta)
vocative έκτε (ékte) έκτη (ékti) έκτο (ékto) έκτοι (éktoi) έκτες (éktes) έκτα (ékta)
[edit]

See also

[edit]