Jump to content

άγνωρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἄγνωρος (ágnōros), from ἀ- (a-, un-) + γνωρίζω (gnorízo, to know).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈaɣnoɾos/
  • Hyphenation: ά‧γνω‧ρος

Adjective

[edit]

άγνωρος (ágnorosm (feminine άγνωρη, neuter άγνωρο)

  1. (rare) unrecognisable, unfamiliar
  2. (rare) altered beyond recognition

Declension

[edit]
Declension of άγνωρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγνωρος (ágnoros) άγνωρη (ágnori) άγνωρο (ágnoro) άγνωροι (ágnoroi) άγνωρες (ágnores) άγνωρα (ágnora)
genitive άγνωρου (ágnorou) άγνωρης (ágnoris) άγνωρου (ágnorou) άγνωρων (ágnoron) άγνωρων (ágnoron) άγνωρων (ágnoron)
accusative άγνωρο (ágnoro) άγνωρη (ágnori) άγνωρο (ágnoro) άγνωρους (ágnorous) άγνωρες (ágnores) άγνωρα (ágnora)
vocative άγνωρε (ágnore) άγνωρη (ágnori) άγνωρο (ágnoro) άγνωροι (ágnoroi) άγνωρες (ágnores) άγνωρα (ágnora)

Synonyms

[edit]