Jump to content

αγενής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀγενής (agenḗs, base, lowborn).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aʝeˈnis/
  • Hyphenation: α‧γε‧νής

Adjective

[edit]

αγενής (agenísm (feminine αγενής, neuter αγενές)

  1. rude, impolite, uncivil (bad-mannered)
    Αυτή η υπάλληλος ήταν αγενέστατη.
    Aftí i ypállilos ítan agenéstati.
    That employee was most rude.
  2. base (as in base metal), nonprecious (metals such as lead, copper)

Declension

[edit]
Declension of αγενής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγενής (agenís) αγενής (agenís) αγενές (agenés) αγενείς (ageneís) αγενείς (ageneís) αγενή (agení)
genitive αγενούς (agenoús)
αγενή (agení)
αγενούς (agenoús) αγενούς (agenoús) αγενών (agenón) αγενών (agenón) αγενών (agenón)
accusative αγενή (agení) αγενή (agení) αγενές (agenés) αγενείς (ageneís) αγενείς (ageneís) αγενή (agení)
vocative αγενή (agení)
αγενής (agenís)
αγενής (agenís) αγενές (agenés) αγενείς (ageneís) αγενείς (ageneís) αγενή (agení)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγενής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγενής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγενέστερος (agenésteros) αγενέστερη (agenésteri) αγενέστερο (agenéstero) αγενέστεροι (agenésteroi) αγενέστερες (agenésteres) αγενέστερα (agenéstera)
genitive αγενέστερου (agenésterou) αγενέστερης (agenésteris) αγενέστερου (agenésterou) αγενέστερων (agenésteron) αγενέστερων (agenésteron) αγενέστερων (agenésteron)
accusative αγενέστερο (agenéstero) αγενέστερη (agenésteri) αγενέστερο (agenéstero) αγενέστερους (agenésterous) αγενέστερες (agenésteres) αγενέστερα (agenéstera)
vocative αγενέστερε (agenéstere) αγενέστερη (agenésteri) αγενέστερο (agenéstero) αγενέστεροι (agenésteroi) αγενέστερες (agenésteres) αγενέστερα (agenéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγενέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγενέστατος (agenéstatos) αγενέστατη (agenéstati) αγενέστατο (agenéstato) αγενέστατοι (agenéstatoi) αγενέστατες (agenéstates) αγενέστατα (agenéstata)
genitive αγενέστατου (agenéstatou) αγενέστατης (agenéstatis) αγενέστατου (agenéstatou) αγενέστατων (agenéstaton) αγενέστατων (agenéstaton) αγενέστατων (agenéstaton)
accusative αγενέστατο (agenéstato) αγενέστατη (agenéstati) αγενέστατο (agenéstato) αγενέστατους (agenéstatous) αγενέστατες (agenéstates) αγενέστατα (agenéstata)
vocative αγενέστατε (agenéstate) αγενέστατη (agenéstati) αγενέστατο (agenéstato) αγενέστατοι (agenéstatoi) αγενέστατες (agenéstates) αγενέστατα (agenéstata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]