Jump to content

ανάγωγος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανάγωγος (anágogosm (feminine ανάγωγη, neuter ανάγωγο)

  1. uncouth, ill-mannered, brusque
  2. (mathematics) irreducible

Declension

[edit]
Declension of ανάγωγος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανάγωγος (anágogos) ανάγωγη (anágogi) ανάγωγο (anágogo) ανάγωγοι (anágogoi) ανάγωγες (anágoges) ανάγωγα (anágoga)
genitive ανάγωγου (anágogou) ανάγωγης (anágogis) ανάγωγου (anágogou) ανάγωγων (anágogon) ανάγωγων (anágogon) ανάγωγων (anágogon)
accusative ανάγωγο (anágogo) ανάγωγη (anágogi) ανάγωγο (anágogo) ανάγωγους (anágogous) ανάγωγες (anágoges) ανάγωγα (anágoga)
vocative ανάγωγε (anágoge) ανάγωγη (anágogi) ανάγωγο (anágogo) ανάγωγοι (anágogoi) ανάγωγες (anágoges) ανάγωγα (anágoga)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανάγωγος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανάγωγος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]