Jump to content

σκαιός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From earlier *σκαιϝός (*skaiwós). Formally and semantically identical to Latin scaevus (left), both from Proto-Indo-European *skeh₂iwos.

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σκαιός (skaiósm (feminine σκαιᾱ́, neuter σκαιόν); first/second declension

  1. left, on or with the left hand
    Synonyms: ἀριστερός (aristerós), λαιός (laiós)
    Antonym: δεξιός (dexiós)
  2. western, westward
  3. unlucky, ill-omened, mischievous
  4. awkward, clumsy, stupid
  5. (of serpents) aslant, crooked

Inflection

[edit]

Derived terms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Greek: σκαιός (skaiós)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek, ultimately from Proto-Indo-European *skeh₂iwo-. Cognate with Latin scaevus.

Adjective

[edit]

σκαιός (skaiósm (feminine σκαιά or σκαιή, neuter σκαιό)

  1. rude, impolite
  2. rough
  3. brusque

Declension

[edit]
Declension of σκαιός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκαιός (skaiós) σκαιή (skaií)
σκαιά (skaiá)
σκαιό (skaió) σκαιοί (skaioí) σκαιές (skaiés) σκαιά (skaiá)
genitive σκαιού (skaioú) σκαιής (skaiís)
σκαιάς (skaiás)
σκαιού (skaioú) σκαιών (skaión) σκαιών (skaión) σκαιών (skaión)
accusative σκαιό (skaió) σκαιή (skaií)
σκαιά (skaiá)
σκαιό (skaió) σκαιούς (skaioús) σκαιές (skaiés) σκαιά (skaiá)
vocative σκαιέ (skaié) σκαιή (skaií)
σκαιά (skaiá)
σκαιό (skaió) σκαιοί (skaioí) σκαιές (skaiés) σκαιά (skaiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκαιός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκαιός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκαιότερος (skaióteros) σκαιότερη (skaióteri) σκαιότερο (skaiótero) σκαιότεροι (skaióteroi) σκαιότερες (skaióteres) σκαιότερα (skaiótera)
genitive σκαιότερου (skaióterou) σκαιότερης (skaióteris) σκαιότερου (skaióterou) σκαιότερων (skaióteron) σκαιότερων (skaióteron) σκαιότερων (skaióteron)
accusative σκαιότερο (skaiótero) σκαιότερη (skaióteri) σκαιότερο (skaiótero) σκαιότερους (skaióterous) σκαιότερες (skaióteres) σκαιότερα (skaiótera)
vocative σκαιότερε (skaiótere) σκαιότερη (skaióteri) σκαιότερο (skaiótero) σκαιότεροι (skaióteroi) σκαιότερες (skaióteres) σκαιότερα (skaiótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σκαιότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκαιότατος (skaiótatos) σκαιότατη (skaiótati) σκαιότατο (skaiótato) σκαιότατοι (skaiótatoi) σκαιότατες (skaiótates) σκαιότατα (skaiótata)
genitive σκαιότατου (skaiótatou) σκαιότατης (skaiótatis) σκαιότατου (skaiótatou) σκαιότατων (skaiótaton) σκαιότατων (skaiótaton) σκαιότατων (skaiótaton)
accusative σκαιότατο (skaiótato) σκαιότατη (skaiótati) σκαιότατο (skaiótato) σκαιότατους (skaiótatous) σκαιότατες (skaiótates) σκαιότατα (skaiótata)
vocative σκαιότατε (skaiótate) σκαιότατη (skaiótati) σκαιότατο (skaiótato) σκαιότατοι (skaiótatoi) σκαιότατες (skaiótates) σκαιότατα (skaiótata)

Synonyms

[edit]