αναγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγωγικός (anagogikósm (feminine αναγωγική, neuter αναγωγικό)

  1. reducing, reductive
  2. (chemistry) reducing
  3. converting

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγωγικός (anagogikós) αναγωγική (anagogikí) αναγωγικό (anagogikó) αναγωγικοί (anagogikoí) αναγωγικές (anagogikés) αναγωγικά (anagogiká)
genitive αναγωγικού (anagogikoú) αναγωγικής (anagogikís) αναγωγικού (anagogikoú) αναγωγικών (anagogikón) αναγωγικών (anagogikón) αναγωγικών (anagogikón)
accusative αναγωγικό (anagogikó) αναγωγική (anagogikí) αναγωγικό (anagogikó) αναγωγικούς (anagogikoús) αναγωγικές (anagogikés) αναγωγικά (anagogiká)
vocative αναγωγικέ (anagogiké) αναγωγική (anagogikí) αναγωγικό (anagogikó) αναγωγικοί (anagogikoí) αναγωγικές (anagogikés) αναγωγικά (anagogiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγωγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγωγικός, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]