Jump to content

αβροδίαιτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἁβροδίαιτος (habrodíaitos).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αβροδίαιτος (avrodíaitosm (feminine αβροδίαιτη, neuter αβροδίαιτο)

  1. well mannered, prim, prissy
  2. living luxuriously, sybaritic
  3. (of a person, usually a child) spoilt, pampered, delicately nurtured
    Synonym: καλομαθημένος (kalomathiménos)

Declension

[edit]
Declension of αβροδίαιτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβροδίαιτος (avrodíaitos) αβροδίαιτη (avrodíaiti) αβροδίαιτο (avrodíaito) αβροδίαιτοι (avrodíaitoi) αβροδίαιτες (avrodíaites) αβροδίαιτα (avrodíaita)
genitive αβροδίαιτου (avrodíaitou) αβροδίαιτης (avrodíaitis) αβροδίαιτου (avrodíaitou) αβροδίαιτων (avrodíaiton) αβροδίαιτων (avrodíaiton) αβροδίαιτων (avrodíaiton)
accusative αβροδίαιτο (avrodíaito) αβροδίαιτη (avrodíaiti) αβροδίαιτο (avrodíaito) αβροδίαιτους (avrodíaitous) αβροδίαιτες (avrodíaites) αβροδίαιτα (avrodíaita)
vocative αβροδίαιτε (avrodíaite) αβροδίαιτη (avrodíaiti) αβροδίαιτο (avrodíaito) αβροδίαιτοι (avrodíaitoi) αβροδίαιτες (avrodíaites) αβροδίαιτα (avrodíaita)
[edit]