Jump to content

άγλωσσος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άγλωσσος (áglossosm

  1. (anatomy) aglossal, tongueless
  2. (linguistics) speechless (unable to speak your mother tongue)
  3. (linguistics) having a speech defect (aphasic, stammering, etc)

Declension

[edit]
Declension of άγλωσσος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγλωσσος (áglossos) άγλωσση (áglossi) άγλωσσο (áglosso) άγλωσσοι (áglossoi) άγλωσσες (áglosses) άγλωσσα (áglossa)
genitive άγλωσσου (áglossou) άγλωσσης (áglossis) άγλωσσου (áglossou) άγλωσσων (áglosson) άγλωσσων (áglosson) άγλωσσων (áglosson)
accusative άγλωσσο (áglosso) άγλωσση (áglossi) άγλωσσο (áglosso) άγλωσσους (áglossous) άγλωσσες (áglosses) άγλωσσα (áglossa)
vocative άγλωσσε (áglosse) άγλωσση (áglossi) άγλωσσο (áglosso) άγλωσσοι (áglossoi) άγλωσσες (áglosses) άγλωσσα (áglossa)
[edit]