Jump to content

αβάπτιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [ɐˈvɐˑptistos]
  • Hyphenation: α‧βά‧πτι‧στος

Adjective

[edit]

αβάπτιστος (aváptistosm (feminine αβάπτιστη, neuter αβάπτιστο)

  1. (Christianity) unbaptised (UK), unbaptized (US)
    Γιατί δεν έγραψες το όνομά σου, αβάπτιστος είσαι;
    Giatí den égrapses to ónomá sou, aváptistos eísai?
    Why did't you write your name? Are you not baptized?
  2. (by extension) unbeliever, infidel

Declension

[edit]
Declension of αβάπτιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβάπτιστος (aváptistos) αβάπτιστη (aváptisti) αβάπτιστο (aváptisto) αβάπτιστοι (aváptistoi) αβάπτιστες (aváptistes) αβάπτιστα (aváptista)
genitive αβάπτιστου (aváptistou) αβάπτιστης (aváptistis) αβάπτιστου (aváptistou) αβάπτιστων (aváptiston) αβάπτιστων (aváptiston) αβάπτιστων (aváptiston)
accusative αβάπτιστο (aváptisto) αβάπτιστη (aváptisti) αβάπτιστο (aváptisto) αβάπτιστους (aváptistous) αβάπτιστες (aváptistes) αβάπτιστα (aváptista)
vocative αβάπτιστε (aváptiste) αβάπτιστη (aváptisti) αβάπτιστο (aváptisto) αβάπτιστοι (aváptistoi) αβάπτιστες (aváptistes) αβάπτιστα (aváptista)