κυρίαρχος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek with semantic loan from French souverain.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κυρίαρχος • (kyríarchos) m (feminine κυρίαρχη, neuter κυρίαρχο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κυρίαρχος (kyríarchos) | κυρίαρχη (kyríarchi) | κυρίαρχο (kyríarcho) | κυρίαρχοι (kyríarchoi) | κυρίαρχες (kyríarches) | κυρίαρχα (kyríarcha) | |
genitive | κυρίαρχου (kyríarchou) | κυρίαρχης (kyríarchis) | κυρίαρχου (kyríarchou) | κυρίαρχων (kyríarchon) | κυρίαρχων (kyríarchon) | κυρίαρχων (kyríarchon) | |
accusative | κυρίαρχο (kyríarcho) | κυρίαρχη (kyríarchi) | κυρίαρχο (kyríarcho) | κυρίαρχους (kyríarchous) | κυρίαρχες (kyríarches) | κυρίαρχα (kyríarcha) | |
vocative | κυρίαρχε (kyríarche) | κυρίαρχη (kyríarchi) | κυρίαρχο (kyríarcho) | κυρίαρχοι (kyríarchoi) | κυρίαρχες (kyríarches) | κυρίαρχα (kyríarcha) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυρίαρχος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυρίαρχος, etc.)
Related terms
[edit]- see: κυριαρχία f (kyriarchía)
References
[edit]- ^ κυρίαρχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language