Jump to content

κυρίαρχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek with semantic loan from French souverain.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ciˈɾi.aɾ.xos/
  • Hyphenation: κυ‧ρί‧αρ‧χος

Adjective

[edit]

κυρίαρχος (kyríarchosm (feminine κυρίαρχη, neuter κυρίαρχο)

  1. dominant (predominant, common, prevalent, of greatest importance)
  2. sovereign

Declension

[edit]
Declension of κυρίαρχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυρίαρχος (kyríarchos) κυρίαρχη (kyríarchi) κυρίαρχο (kyríarcho) κυρίαρχοι (kyríarchoi) κυρίαρχες (kyríarches) κυρίαρχα (kyríarcha)
genitive κυρίαρχου (kyríarchou) κυρίαρχης (kyríarchis) κυρίαρχου (kyríarchou) κυρίαρχων (kyríarchon) κυρίαρχων (kyríarchon) κυρίαρχων (kyríarchon)
accusative κυρίαρχο (kyríarcho) κυρίαρχη (kyríarchi) κυρίαρχο (kyríarcho) κυρίαρχους (kyríarchous) κυρίαρχες (kyríarches) κυρίαρχα (kyríarcha)
vocative κυρίαρχε (kyríarche) κυρίαρχη (kyríarchi) κυρίαρχο (kyríarcho) κυρίαρχοι (kyríarchoi) κυρίαρχες (kyríarches) κυρίαρχα (kyríarcha)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυρίαρχος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυρίαρχος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ κυρίαρχος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language