άβαλτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, un-) +‎ βάζω (vázo, set down, put on).

Adjective

[edit]

άβαλτος (ávaltosm (feminine άβαλτη, neuter άβαλτο)

  1. not worn, unworn, new (of clothing)
  2. out of position, unplaced, not placed
    Synonym: ατοποθέτητος (atopothétitos)
  3. unplanted

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβαλτος (ávaltos) άβαλτη (ávalti) άβαλτο (ávalto) άβαλτοι (ávaltoi) άβαλτες (ávaltes) άβαλτα (ávalta)
genitive άβαλτου (ávaltou) άβαλτης (ávaltis) άβαλτου (ávaltou) άβαλτων (ávalton) άβαλτων (ávalton) άβαλτων (ávalton)
accusative άβαλτο (ávalto) άβαλτη (ávalti) άβαλτο (ávalto) άβαλτους (ávaltous) άβαλτες (ávaltes) άβαλτα (ávalta)
vocative άβαλτε (ávalte) άβαλτη (ávalti) άβαλτο (ávalto) άβαλτοι (ávaltoi) άβαλτες (ávaltes) άβαλτα (ávalta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβαλτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβαλτος, etc.)

Further reading

[edit]