άβαλτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ά- (á-, “un-”) + βάζω (vázo, “set down, put on”).
Adjective
[edit]άβαλτος • (ávaltos) m (feminine άβαλτη, neuter άβαλτο)
- not worn, unworn, new (of clothing)
- out of position, unplaced, not placed
- Synonym: ατοποθέτητος (atopothétitos)
- unplanted
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άβαλτος (ávaltos) | άβαλτη (ávalti) | άβαλτο (ávalto) | άβαλτοι (ávaltoi) | άβαλτες (ávaltes) | άβαλτα (ávalta) | |
genitive | άβαλτου (ávaltou) | άβαλτης (ávaltis) | άβαλτου (ávaltou) | άβαλτων (ávalton) | άβαλτων (ávalton) | άβαλτων (ávalton) | |
accusative | άβαλτο (ávalto) | άβαλτη (ávalti) | άβαλτο (ávalto) | άβαλτους (ávaltous) | άβαλτες (ávaltes) | άβαλτα (ávalta) | |
vocative | άβαλτε (ávalte) | άβαλτη (ávalti) | άβαλτο (ávalto) | άβαλτοι (ávaltoi) | άβαλτες (ávaltes) | άβαλτα (ávalta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβαλτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβαλτος, etc.)
Further reading
[edit]- άβαλτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language