Jump to content

ατοποθέτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατοποθέτητος (atopothétitosm (feminine ατοποθέτητη, neuter ατοποθέτητο)

  1. unplaced, without a position, out of position

Declension

[edit]
Declension of ατοποθέτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατοποθέτητος (atopothétitos) ατοποθέτητη (atopothétiti) ατοποθέτητο (atopothétito) ατοποθέτητοι (atopothétitoi) ατοποθέτητες (atopothétites) ατοποθέτητα (atopothétita)
genitive ατοποθέτητου (atopothétitou) ατοποθέτητης (atopothétitis) ατοποθέτητου (atopothétitou) ατοποθέτητων (atopothétiton) ατοποθέτητων (atopothétiton) ατοποθέτητων (atopothétiton)
accusative ατοποθέτητο (atopothétito) ατοποθέτητη (atopothétiti) ατοποθέτητο (atopothétito) ατοποθέτητους (atopothétitous) ατοποθέτητες (atopothétites) ατοποθέτητα (atopothétita)
vocative ατοποθέτητε (atopothétite) ατοποθέτητη (atopothétiti) ατοποθέτητο (atopothétito) ατοποθέτητοι (atopothétitoi) ατοποθέτητες (atopothétites) ατοποθέτητα (atopothétita)

Synonyms

[edit]