αγνωστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄγνωστος (ágnōstos, “unknown”).
Noun
[edit]αγνωστικός • (agnostikós) m (plural αγνωστικοί, feminine αγνωστικίστρια)
Declension
[edit]Declension of αγνωστικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγνωστικός • | αγνωστικοί • |
genitive | αγνωστικού • | αγνωστικών • |
accusative | αγνωστικό • | αγνωστικούς • |
vocative | αγνωστικέ • | αγνωστικοί • |
Synonyms
[edit]- αγνωστικιστής m (agnostikistís)
Related terms
[edit]- αγνωσιαρχία f (agnosiarchía, “agnosticism”)
- αγνωστικισμός m (agnostikismós, “agnosticism”)
- αγνωστικιστής m (agnostikistís, “agnostic”)
- αγνωστικιστικός (agnostikistikós, “agnostic”, adjective)
- αγνωστικίστρια f (agnostikístria, “agnostic”)
- αγνωστοποίητος (agnostopoíitos, “undisclosed”)
- άγνωστος (ágnostos, “inexperienced; unfamiliar”, adjective)
Adjective
[edit]αγνωστικός • (agnostikós) m (feminine αγνωστική, neuter αγνωστικό)
Declension
[edit]Declension of αγνωστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγνωστικός • | αγνωστική • | αγνωστικό • | αγνωστικοί • | αγνωστικές • | αγνωστικά • |
genitive | αγνωστικού • | αγνωστικής • | αγνωστικού • | αγνωστικών • | αγνωστικών • | αγνωστικών • |
accusative | αγνωστικό • | αγνωστική • | αγνωστικό • | αγνωστικούς • | αγνωστικές • | αγνωστικά • |
vocative | αγνωστικέ • | αγνωστική • | αγνωστικό • | αγνωστικοί • | αγνωστικές • | αγνωστικά • |