Jump to content

αγλαός

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀγλαός

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀγλαός (aglaós).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αγλαός (aglaósm (feminine αγλαή, neuter αγλαό)

  1. brilliant, shining
  2. splendid, shining

Declension

[edit]
Declension of αγλαός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγλαός (aglaós) αγλαή (aglaḯ) αγλαό (aglaó) αγλαοί (aglaoí) αγλαές (aglaés) αγλαά (aglaá)
genitive αγλαού (aglaoú) αγλαής (aglaḯs) αγλαού (aglaoú) αγλαών (aglaón) αγλαών (aglaón) αγλαών (aglaón)
accusative αγλαό (aglaó) αγλαή (aglaḯ) αγλαό (aglaó) αγλαούς (aglaoús) αγλαές (aglaés) αγλαά (aglaá)
vocative αγλαέ (aglaé) αγλαή (aglaḯ) αγλαό (aglaó) αγλαοί (aglaoí) αγλαές (aglaés) αγλαά (aglaá)

Synonyms

[edit]