Jump to content

αγαπητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Ancient Greek ἀγαπητός (agapētós)

Adjective

[edit]

αγαπητός (agapitósm (feminine αγαπητή, neuter αγαπητό)

  1. dear
    Αγαπητέ μου! (My dear)
  2. likable, lovable

Declension

[edit]
Declension of αγαπητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγαπητός (agapitós) αγαπητή (agapití) αγαπητό (agapitó) αγαπητοί (agapitoí) αγαπητές (agapités) αγαπητά (agapitá)
genitive αγαπητού (agapitoú) αγαπητής (agapitís) αγαπητού (agapitoú) αγαπητών (agapitón) αγαπητών (agapitón) αγαπητών (agapitón)
accusative αγαπητό (agapitó) αγαπητή (agapití) αγαπητό (agapitó) αγαπητούς (agapitoús) αγαπητές (agapités) αγαπητά (agapitá)
vocative αγαπητέ (agapité) αγαπητή (agapití) αγαπητό (agapitó) αγαπητοί (agapitoí) αγαπητές (agapités) αγαπητά (agapitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαπητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαπητός, etc.)

[edit]

See also

[edit]