αγαπητός
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀγαπητός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Ancient Greek ἀγαπητός (agapētós)
Adjective
[edit]αγαπητός • (agapitós) m (feminine αγαπητή, neuter αγαπητό)
Declension
[edit]Declension of αγαπητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγαπητός • | αγαπητή • | αγαπητό • | αγαπητοί • | αγαπητές • | αγαπητά • |
genitive | αγαπητού • | αγαπητής • | αγαπητού • | αγαπητών • | αγαπητών • | αγαπητών • |
accusative | αγαπητό • | αγαπητή • | αγαπητό • | αγαπητούς • | αγαπητές • | αγαπητά • |
vocative | αγαπητέ • | αγαπητή • | αγαπητό • | αγαπητοί • | αγαπητές • | αγαπητά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγαπητός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγαπητός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αγάπη f (agápi, “love”)
See also
[edit]- φίλτατος (fíltatos, “dearest”)