αβεβαίωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβεβαίωτος (avevaíotosm (feminine αβεβαίωτη, neuter αβεβαίωτο)

  1. unconfirmed, not ascertained
  2. (taxation) not determined

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβεβαίωτος (avevaíotos) αβεβαίωτη (avevaíoti) αβεβαίωτο (avevaíoto) αβεβαίωτοι (avevaíotoi) αβεβαίωτες (avevaíotes) αβεβαίωτα (avevaíota)
genitive αβεβαίωτου (avevaíotou) αβεβαίωτης (avevaíotis) αβεβαίωτου (avevaíotou) αβεβαίωτων (avevaíoton) αβεβαίωτων (avevaíoton) αβεβαίωτων (avevaíoton)
accusative αβεβαίωτο (avevaíoto) αβεβαίωτη (avevaíoti) αβεβαίωτο (avevaíoto) αβεβαίωτους (avevaíotous) αβεβαίωτες (avevaíotes) αβεβαίωτα (avevaíota)
vocative αβεβαίωτε (avevaíote) αβεβαίωτη (avevaíoti) αβεβαίωτο (avevaíoto) αβεβαίωτοι (avevaíotoi) αβεβαίωτες (avevaíotes) αβεβαίωτα (avevaíota)
[edit]