Jump to content

αγάνωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγάνωτος (agánotosm (feminine αγάνωτη, neuter αγάνωτο)

  1. (metallurgy) not plated, unplated, untinned (of a metal object)
  2. (figuratively) brazen, shameless
  3. (figuratively) worthless, uneducated

Declension

[edit]
Declension of αγάνωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγάνωτος (agánotos) αγάνωτη (agánoti) αγάνωτο (agánoto) αγάνωτοι (agánotoi) αγάνωτες (agánotes) αγάνωτα (agánota)
genitive αγάνωτου (agánotou) αγάνωτης (agánotis) αγάνωτου (agánotou) αγάνωτων (agánoton) αγάνωτων (agánoton) αγάνωτων (agánoton)
accusative αγάνωτο (agánoto) αγάνωτη (agánoti) αγάνωτο (agánoto) αγάνωτους (agánotous) αγάνωτες (agánotes) αγάνωτα (agánota)
vocative αγάνωτε (agánote) αγάνωτη (agánoti) αγάνωτο (agánoto) αγάνωτοι (agánotoi) αγάνωτες (agánotes) αγάνωτα (agánota)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγάνωτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγάνωτος, etc.)