Jump to content

άβραστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, un-, not) +‎ βραστος (vrastos, boiled).

Adjective

[edit]

άβραστος (ávrastosm (feminine άβραστη, neuter άβραστο)

  1. uncooked, unboiled, raw
  2. undercooked
  3. unfermented (wine)

Declension

[edit]
Declension of άβραστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβραστος (ávrastos) άβραστη (ávrasti) άβραστο (ávrasto) άβραστοι (ávrastoi) άβραστες (ávrastes) άβραστα (ávrasta)
genitive άβραστου (ávrastou) άβραστης (ávrastis) άβραστου (ávrastou) άβραστων (ávraston) άβραστων (ávraston) άβραστων (ávraston)
accusative άβραστο (ávrasto) άβραστη (ávrasti) άβραστο (ávrasto) άβραστους (ávrastous) άβραστες (ávrastes) άβραστα (ávrasta)
vocative άβραστε (ávraste) άβραστη (ávrasti) άβραστο (ávrasto) άβραστοι (ávrastoi) άβραστες (ávrastes) άβραστα (ávrasta)