άβραστος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ά- (á-, “un-, not”) + βραστος (vrastos, “boiled”).
Adjective
[edit]άβραστος • (ávrastos) m (feminine άβραστη, neuter άβραστο)
- uncooked, unboiled, raw
- undercooked
- unfermented (wine)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άβραστος (ávrastos) | άβραστη (ávrasti) | άβραστο (ávrasto) | άβραστοι (ávrastoi) | άβραστες (ávrastes) | άβραστα (ávrasta) | |
genitive | άβραστου (ávrastou) | άβραστης (ávrastis) | άβραστου (ávrastou) | άβραστων (ávraston) | άβραστων (ávraston) | άβραστων (ávraston) | |
accusative | άβραστο (ávrasto) | άβραστη (ávrasti) | άβραστο (ávrasto) | άβραστους (ávrastous) | άβραστες (ávrastes) | άβραστα (ávrasta) | |
vocative | άβραστε (ávraste) | άβραστη (ávrasti) | άβραστο (ávrasto) | άβραστοι (ávrastoi) | άβραστες (ávrastes) | άβραστα (ávrasta) |