Jump to content

άβροχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

άβροχος (ávrochosm (feminine άβροχη, neuter άβροχο)

  1. rainless, not raining, dry
    Synonym: άνομβρος (ánomvros)

Declension

[edit]
Declension of άβροχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άβροχος (ávrochos) άβροχη (ávrochi) άβροχο (ávrocho) άβροχοι (ávrochoi) άβροχες (ávroches) άβροχα (ávrocha)
genitive άβροχου (ávrochou) άβροχης (ávrochis) άβροχου (ávrochou) άβροχων (ávrochon) άβροχων (ávrochon) άβροχων (ávrochon)
accusative άβροχο (ávrocho) άβροχη (ávrochi) άβροχο (ávrocho) άβροχους (ávrochous) άβροχες (ávroches) άβροχα (ávrocha)
vocative άβροχε (ávroche) άβροχη (ávrochi) άβροχο (ávrocho) άβροχοι (ávrochoi) άβροχες (ávroches) άβροχα (ávrocha)

Coordinate terms

[edit]
[edit]