Jump to content

άνομβρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άνομβρος (ánomvrosm (feminine άνομβρη, neuter άνομβρο)

  1. rainless
    Synonym: άβροχος (ávrochos)

Declension

[edit]
Declension of άνομβρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άνομβρος (ánomvros) άνομβρη (ánomvri) άνομβρο (ánomvro) άνομβροι (ánomvroi) άνομβρες (ánomvres) άνομβρα (ánomvra)
genitive άνομβρου (ánomvrou) άνομβρης (ánomvris) άνομβρου (ánomvrou) άνομβρων (ánomvron) άνομβρων (ánomvron) άνομβρων (ánomvron)
accusative άνομβρο (ánomvro) άνομβρη (ánomvri) άνομβρο (ánomvro) άνομβρους (ánomvrous) άνομβρες (ánomvres) άνομβρα (ánomvra)
vocative άνομβρε (ánomvre) άνομβρη (ánomvri) άνομβρο (ánomvro) άνομβροι (ánomvroi) άνομβρες (ánomvres) άνομβρα (ánomvra)

Coordinate terms

[edit]