Jump to content

αβίωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αβίωτος (avíotosm (feminine αβίωτη, neuter αβίωτο)

  1. unbearable, intolerable, miserable, wretched, impossibly difficult
    Του έκανε το βίο αβίωτο.
    Tou ékane to vío avíoto.
    He has made his life unbearable.

Declension

[edit]
Declension of αβίωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αβίωτος (avíotos) αβίωτη (avíoti) αβίωτο (avíoto) αβίωτοι (avíotoi) αβίωτες (avíotes) αβίωτα (avíota)
genitive αβίωτου (avíotou) αβίωτης (avíotis) αβίωτου (avíotou) αβίωτων (avíoton) αβίωτων (avíoton) αβίωτων (avíoton)
accusative αβίωτο (avíoto) αβίωτη (avíoti) αβίωτο (avíoto) αβίωτους (avíotous) αβίωτες (avíotes) αβίωτα (avíota)
vocative αβίωτε (avíote) αβίωτη (avíoti) αβίωτο (avíoto) αβίωτοι (avíotoi) αβίωτες (avíotes) αβίωτα (avíota)

Synonyms

[edit]