Jump to content

αφόρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αφόρητος (afóritosm (feminine αφόρητη, neuter αφόρητο)

  1. unbearable, intolerable
    αφόρητος πόνος (unbearable pain)

Declension

[edit]
Declension of αφόρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφόρητος (afóritos) αφόρητη (afóriti) αφόρητο (afórito) αφόρητοι (afóritoi) αφόρητες (afórites) αφόρητα (afórita)
genitive αφόρητου (afóritou) αφόρητης (afóritis) αφόρητου (afóritou) αφόρητων (afóriton) αφόρητων (afóriton) αφόρητων (afóriton)
accusative αφόρητο (afórito) αφόρητη (afóriti) αφόρητο (afórito) αφόρητους (afóritous) αφόρητες (afórites) αφόρητα (afórita)
vocative αφόρητε (afórite) αφόρητη (afóriti) αφόρητο (afórito) αφόρητοι (afóritoi) αφόρητες (afórites) αφόρητα (afórita)

Synonyms

[edit]