Jump to content

άγαρμπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From ά- (á-, un-) +‎ γάρμπος (gármpos, elegance).

Adjective

[edit]

άγαρμπος (ágarmposm (feminine άγαρμπη, neuter άγαρμπο)

  1. ungainly, clumsy, awkward, lummox
  2. inelegant, unshapely

Declension

[edit]
Declension of άγαρμπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγαρμπος (ágarmpos) άγαρμπη (ágarmpi) άγαρμπο (ágarmpo) άγαρμποι (ágarmpoi) άγαρμπες (ágarmpes) άγαρμπα (ágarmpa)
genitive άγαρμπου (ágarmpou) άγαρμπης (ágarmpis) άγαρμπου (ágarmpou) άγαρμπων (ágarmpon) άγαρμπων (ágarmpon) άγαρμπων (ágarmpon)
accusative άγαρμπο (ágarmpo) άγαρμπη (ágarmpi) άγαρμπο (ágarmpo) άγαρμπους (ágarmpous) άγαρμπες (ágarmpes) άγαρμπα (ágarmpa)
vocative άγαρμπε (ágarmpe) άγαρμπη (ágarmpi) άγαρμπο (ágarmpo) άγαρμποι (ágarmpoi) άγαρμπες (ágarmpes) άγαρμπα (ágarmpa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγαρμπος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγαρμπος, etc.)

[edit]