From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek μετᾰτρέπω ( metătrépō ) . By surface analysis , μετα- ( “ post-, after ” ) + τρέπω ( “ turn ” ) .
IPA (key ) : /me.taˈtɾe.po/
Hyphenation: με‧τα‧τρέ‧πω
μετατρέπω • (metatrépo ) (past μετέτρεψα , passive μετατρέπομαι )
to convert , change into
μετατρέπω μετατρέπομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μετατρέπω
μετατρέψω
μετατρέπομαι
μετατραπώ
2 sg
μετατρέπεις
μετατρέψεις
μετατρέπεσαι
μετατραπείς
3 sg
μετατρέπει
μετατρέψει
μετατρέπεται
μετατραπεί
1 pl
μετατρέπουμε , [‑ομε ]
μετατρέψουμε , [‑ομε ]
μετατρεπόμαστε
μετατραπούμε
2 pl
μετατρέπετε
μετατρέψετε
μετατρέπεστε , μετατρεπόσαστε
μετατραπείτε
3 pl
μετατρέπουν (ε )
μετατρέψουν (ε )
μετατρέπονται
μετατραπούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μετέτρεπα
μετέτρεψα
μετατρεπόμουν (α )
μετατράπηκα
2 sg
μετέτρεπες
μετέτρεψες
μετατρεπόσουν (α )
μετατράπηκες
3 sg
μετέτρεπε
μετέτρεψε
μετατρεπόταν (ε )
μετατράπηκε
1 pl
μετατρέπαμε
μετατρέψαμε
μετατρεπόμασταν , (‑όμαστε )
μετατραπήκαμε
2 pl
μετατρέπατε
μετατρέψατε
μετατρεπόσασταν , (‑όσαστε )
μετατραπήκατε
3 pl
μετέτρεπαν , μετατρέπαν (ε )
μετέτρεψαν , μετατρέψαν (ε )
μετατρέπονταν , (μετατρεπόντουσαν )
μετατράπηκαν , μετατραπήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μετατρέπω ➤
θα μετατρέψω ➤
θα μετατρέπομαι ➤
θα μετατραπώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μετατρέπεις , …
θα μετατρέψεις , …
θα μετατρέπεσαι , …
θα μετατραπείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μετατρέψει
έχω, έχεις, … μετατραπεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μετατρέψει
είχα, είχες, … μετατραπεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μετατρέψει
θα έχω, θα έχεις, … μετατραπεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μετάτρεπε
μετάτρεψε
—
μετατρέψου
2 pl
μετατρέπετε
μετατρέψτε
μετατρέπεστε
μετατραπείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μετατρέποντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας μετατρέψει ➤
—
Nonfinite form➤
μετατρέψει
μετατραπεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: τρέπω ( trépo , “ turn ” )