Jump to content

χαρακτηριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From χαρακτηρίζω (kharaktērízō) +‎ -τικός (-tikós)

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

χᾰρᾰκτηριστῐκός (khărăktēristĭkósm (feminine χᾰρᾰκτηριστῐκή, neuter χᾰρᾰκτηριστῐκόν); first/second declension

  1. characteristic

Declension

[edit]
[edit]

Descendants

[edit]
  • Latin: charactēristicus (see there for further descendants)

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xa.ɾa.kti.ɾi.stiˈkos/
  • Hyphenation: χα‧ρα‧κτη‧ρι‧στι‧κός

Adjective

[edit]

χαρακτηριστικός (charaktiristikósm (feminine χαρακτηριστική, neuter χαρακτηριστικό)

  1. characteristic, typical

Declension

[edit]
Declension of χαρακτηριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαρακτηριστικός (charaktiristikós) χαρακτηριστική (charaktiristikí) χαρακτηριστικό (charaktiristikó) χαρακτηριστικοί (charaktiristikoí) χαρακτηριστικές (charaktiristikés) χαρακτηριστικά (charaktiristiká)
genitive χαρακτηριστικού (charaktiristikoú) χαρακτηριστικής (charaktiristikís) χαρακτηριστικού (charaktiristikoú) χαρακτηριστικών (charaktiristikón) χαρακτηριστικών (charaktiristikón) χαρακτηριστικών (charaktiristikón)
accusative χαρακτηριστικό (charaktiristikó) χαρακτηριστική (charaktiristikí) χαρακτηριστικό (charaktiristikó) χαρακτηριστικούς (charaktiristikoús) χαρακτηριστικές (charaktiristikés) χαρακτηριστικά (charaktiristiká)
vocative χαρακτηριστικέ (charaktiristiké) χαρακτηριστική (charaktiristikí) χαρακτηριστικό (charaktiristikó) χαρακτηριστικοί (charaktiristikoí) χαρακτηριστικές (charaktiristikés) χαρακτηριστικά (charaktiristiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χαρακτηριστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χαρακτηριστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαρακτηριστικότερος (charaktiristikóteros) χαρακτηριστικότερη (charaktiristikóteri) χαρακτηριστικότερο (charaktiristikótero) χαρακτηριστικότεροι (charaktiristikóteroi) χαρακτηριστικότερες (charaktiristikóteres) χαρακτηριστικότερα (charaktiristikótera)
genitive χαρακτηριστικότερου (charaktiristikóterou) χαρακτηριστικότερης (charaktiristikóteris) χαρακτηριστικότερου (charaktiristikóterou) χαρακτηριστικότερων (charaktiristikóteron) χαρακτηριστικότερων (charaktiristikóteron) χαρακτηριστικότερων (charaktiristikóteron)
accusative χαρακτηριστικότερο (charaktiristikótero) χαρακτηριστικότερη (charaktiristikóteri) χαρακτηριστικότερο (charaktiristikótero) χαρακτηριστικότερους (charaktiristikóterous) χαρακτηριστικότερες (charaktiristikóteres) χαρακτηριστικότερα (charaktiristikótera)
vocative χαρακτηριστικότερε (charaktiristikótere) χαρακτηριστικότερη (charaktiristikóteri) χαρακτηριστικότερο (charaktiristikótero) χαρακτηριστικότεροι (charaktiristikóteroi) χαρακτηριστικότερες (charaktiristikóteres) χαρακτηριστικότερα (charaktiristikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο χαρακτηριστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative χαρακτηριστικότατος (charaktiristikótatos) χαρακτηριστικότατη (charaktiristikótati) χαρακτηριστικότατο (charaktiristikótato) χαρακτηριστικότατοι (charaktiristikótatoi) χαρακτηριστικότατες (charaktiristikótates) χαρακτηριστικότατα (charaktiristikótata)
genitive χαρακτηριστικότατου (charaktiristikótatou) χαρακτηριστικότατης (charaktiristikótatis) χαρακτηριστικότατου (charaktiristikótatou) χαρακτηριστικότατων (charaktiristikótaton) χαρακτηριστικότατων (charaktiristikótaton) χαρακτηριστικότατων (charaktiristikótaton)
accusative χαρακτηριστικότατο (charaktiristikótato) χαρακτηριστικότατη (charaktiristikótati) χαρακτηριστικότατο (charaktiristikótato) χαρακτηριστικότατους (charaktiristikótatous) χαρακτηριστικότατες (charaktiristikótates) χαρακτηριστικότατα (charaktiristikótata)
vocative χαρακτηριστικότατε (charaktiristikótate) χαρακτηριστικότατη (charaktiristikótati) χαρακτηριστικότατο (charaktiristikótato) χαρακτηριστικότατοι (charaktiristikótatoi) χαρακτηριστικότατες (charaktiristikótates) χαρακτηριστικότατα (charaktiristikótata)
[edit]

and see: χαρακτήρας m (charaktíras, character)