χαρακτηριστικές
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χαρακτηριστικές • (charaktiristikés)
- nominative/accusative/vocative feminine plural of χαρακτηριστικός (charaktiristikós)
See also
[edit]Older forms:
- nominative, vocative plural: αἱ χαρακτηριστικαί (kharaktēristikaí), ὦ χαρακτηριστικαί
- accuative plural: τὰς χαρακτηριστικάς (kharaktēristikás)