χαρακτηριστικό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χαρακτηριστικό • (charaktiristikó)
- Accusative masculine singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
- Older form: χαρακτηριστικόν (charaktiristikón)
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
Noun
[edit]χαρακτηριστικό • (charaktiristikó) n (plural χαρακτηριστικά)
- characteristic, feature
- Το πρόσωπό της είχε ωραία χαρακτηριστικά. ― To prósopó tis eíche oraía charaktiristiká. ― Her face had beautiful characteristics.
Declension
[edit]Declension of χαρακτηριστικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικά • |
genitive | χαρακτηριστικού • | χαρακτηριστικών • |
accusative | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικά • |
vocative | χαρακτηριστικό • | χαρακτηριστικά • |