χαρακτηριστικού
Jump to navigation
Jump to search
See also: χαρακτηριστικοῦ
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χαρακτηριστικού • (charaktiristikoú)
- Genitive masculine and neuter singular form of χαρακτηριστικός (charaktiristikós).
- Older spelling: χαρακτηριστικοῦ (kharaktēristikoû)
Noun
[edit]χαρακτηριστικού • (charaktiristikoú) n
- Genitive singular form of χαρακτηριστικό (charaktiristikó).