άκαμπτος
Appearance
See also: ἄκαμπτος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἄκαμπτος. Morphologically, from ά- (á-, privative α-) + κάμπτω καμπτ- (kámpto kampt-, “bend, turn around”) + -ος (-os). The figurative sense, semantic loan from French inflexible.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]άκαμπτος • (ákamptos) m (feminine άκαμπτη, neuter άκαμπτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | άκαμπτος (ákamptos) | άκαμπτη (ákampti) | άκαμπτο (ákampto) | άκαμπτοι (ákamptoi) | άκαμπτες (ákamptes) | άκαμπτα (ákampta) | |
genitive | άκαμπτου (ákamptou) | άκαμπτης (ákamptis) | άκαμπτου (ákamptou) | άκαμπτων (ákampton) | άκαμπτων (ákampton) | άκαμπτων (ákampton) | |
accusative | άκαμπτο (ákampto) | άκαμπτη (ákampti) | άκαμπτο (ákampto) | άκαμπτους (ákamptous) | άκαμπτες (ákamptes) | άκαμπτα (ákampta) | |
vocative | άκαμπτε (ákampte) | άκαμπτη (ákampti) | άκαμπτο (ákampto) | άκαμπτοι (ákamptoi) | άκαμπτες (ákamptes) | άκαμπτα (ákampta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκαμπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκαμπτος, etc.)
Related terms
[edit]- ακαμψία f (akampsía, “rigidity”)
References
[edit]- ^ άκαμπτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language