αινετός
Jump to navigation
Jump to search
See also: αἰνετός
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek αἰνετός (ainetós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αινετός • (ainetós) m (feminine αινετή, neuter αινετό)
Declension
[edit]Declension of αινετός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αινετός • | αινετή • | αινετό • | αινετοί • | αινετές • | αινετά • |
genitive | αινετού • | αινετής • | αινετού • | αινετών • | αινετών • | αινετών • |
accusative | αινετό • | αινετή • | αινετό • | αινετούς • | αινετές • | αινετά • |
vocative | αινετέ • | αινετή • | αινετό • | αινετοί • | αινετές • | αινετά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αινετός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αινετός, etc.) |
Alternative forms
[edit]- επαινετός (epainetós)
Synonyms
[edit]- αινέσιμος (ainésimos)
Related terms
[edit]- see: αίνος m (aínos, “praise”)