Jump to content

άμαθος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄμαθος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄμαθος (ámathos, sand).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈamaθos/
  • Hyphenation: ά‧μα‧θος

Adjective

[edit]

άμαθος (ámathosm (feminine άμαθη, neuter άμαθο)

  1. Synonym of αμάθητος (amáthitos)

Declension

[edit]
Declension of άμαθος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άμαθος (ámathos) άμαθη (ámathi) άμαθο (ámatho) άμαθοι (ámathoi) άμαθες (ámathes) άμαθα (ámatha)
genitive άμαθου (ámathou) άμαθης (ámathis) άμαθου (ámathou) άμαθων (ámathon) άμαθων (ámathon) άμαθων (ámathon)
accusative άμαθο (ámatho) άμαθη (ámathi) άμαθο (ámatho) άμαθους (ámathous) άμαθες (ámathes) άμαθα (ámatha)
vocative άμαθε (ámathe) άμαθη (ámathi) άμαθο (ámatho) άμαθοι (ámathoi) άμαθες (ámathes) άμαθα (ámatha)
[edit]