κοιλιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]κοιλιακός • (koiliakós) m (feminine κοιλιακή, neuter κοιλιακό)
Declension
[edit]Declension of κοιλιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοιλιακός • | κοιλιακή • | κοιλιακό • | κοιλιακοί • | κοιλιακές • | κοιλιακά • |
genitive | κοιλιακού • | κοιλιακής • | κοιλιακού • | κοιλιακών • | κοιλιακών • | κοιλιακών • |
accusative | κοιλιακό • | κοιλιακή • | κοιλιακό • | κοιλιακούς • | κοιλιακές • | κοιλιακά • |
vocative | κοιλιακέ • | κοιλιακή • | κοιλιακό • | κοιλιακοί • | κοιλιακές • | κοιλιακά • |
Related terms
[edit]- κοιλιακός τύφος (koiliakós týfos, “typhoid fever”)
- κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, “ventricular fibrillation”)
- see: κοιλιά f (koiliá, “abdomen, ventricle”)