Jump to content

άτονος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄτονος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἄτονος (átonos) from Ancient Greek τόνος (tónos) with the privative prefix ἀ- (a-). Equivalent to α- (a-) +‎ τόνος (tónos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈa.to.nos/
  • Hyphenation: ά‧το‧νος

Adjective

[edit]

άτονος (átonosm (feminine άτονη, neuter άτονο)

  1. languorous, languid
  2. feeble, faint
  3. (orthography, typography, grammar) atonal, atonic; unaccented, unstressed (describes a word or syllable without ΄  tonos stress accent)

Declension

[edit]
Declension of άτονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτονος (átonos) άτονη (átoni) άτονο (átono) άτονοι (átonoi) άτονες (átones) άτονα (átona)
genitive άτονου (átonou) άτονης (átonis) άτονου (átonou) άτονων (átonon) άτονων (átonon) άτονων (átonon)
accusative άτονο (átono) άτονη (átoni) άτονο (átono) άτονους (átonous) άτονες (átones) άτονα (átona)
vocative άτονε (átone) άτονη (átoni) άτονο (átono) άτονοι (átonoi) άτονες (átones) άτονα (átona)
[edit]

References

[edit]