Jump to content

ατόνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ατόνιστος (atónistosm (feminine ατόνιστη, neuter ατόνιστο)

  1. (grammar, orthography, typography) unaccented, unstressed

Declension

[edit]
Declension of ατόνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατόνιστος (atónistos) ατόνιστη (atónisti) ατόνιστο (atónisto) ατόνιστοι (atónistoi) ατόνιστες (atónistes) ατόνιστα (atónista)
genitive ατόνιστου (atónistou) ατόνιστης (atónistis) ατόνιστου (atónistou) ατόνιστων (atóniston) ατόνιστων (atóniston) ατόνιστων (atóniston)
accusative ατόνιστο (atónisto) ατόνιστη (atónisti) ατόνιστο (atónisto) ατόνιστους (atónistous) ατόνιστες (atónistes) ατόνιστα (atónista)
vocative ατόνιστε (atóniste) ατόνιστη (atónisti) ατόνιστο (atónisto) ατόνιστοι (atónistoi) ατόνιστες (atónistes) ατόνιστα (atónista)
[edit]

Further reading

[edit]