Jump to content

φτηνός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek εὐτηνός (eutēnós), from Koine Greek εὐθηνός (euthēnós), from Ancient Greek εὐθηνέω (euthēnéō).

Adjective

[edit]

φτηνός (ftinósm (feminine φτηνή, neuter φτηνό)

  1. cheap, inexpensive, of low value
  2. shoddy, of poor quality

Declension

[edit]
Declension of φτηνός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φτηνός (ftinós) φτηνή (ftiní) φτηνό (ftinó) φτηνοί (ftinoí) φτηνές (ftinés) φτηνά (ftiná)
genitive φτηνού (ftinoú) φτηνής (ftinís) φτηνού (ftinoú) φτηνών (ftinón) φτηνών (ftinón) φτηνών (ftinón)
accusative φτηνό (ftinó) φτηνή (ftiní) φτηνό (ftinó) φτηνούς (ftinoús) φτηνές (ftinés) φτηνά (ftiná)
vocative φτηνέ (ftiné) φτηνή (ftiní) φτηνό (ftinó) φτηνοί (ftinoí) φτηνές (ftinés) φτηνά (ftiná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φτηνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φτηνός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φτηνότερος (ftinóteros) φτηνότερη (ftinóteri) φτηνότερο (ftinótero) φτηνότεροι (ftinóteroi) φτηνότερες (ftinóteres) φτηνότερα (ftinótera)
genitive φτηνότερου (ftinóterou) φτηνότερης (ftinóteris) φτηνότερου (ftinóterou) φτηνότερων (ftinóteron) φτηνότερων (ftinóteron) φτηνότερων (ftinóteron)
accusative φτηνότερο (ftinótero) φτηνότερη (ftinóteri) φτηνότερο (ftinótero) φτηνότερους (ftinóterous) φτηνότερες (ftinóteres) φτηνότερα (ftinótera)
vocative φτηνότερε (ftinótere) φτηνότερη (ftinóteri) φτηνότερο (ftinótero) φτηνότεροι (ftinóteroi) φτηνότερες (ftinóteres) φτηνότερα (ftinótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο φτηνότερος", etc)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Descendants

[edit]
  • Romanian: ieftin

See also

[edit]