επισυνάπτω
Appearance
See also: ἐπισυνάπτω
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἐπισυνάπτω (episunáptō, “join, attach”). By surface analysis, επι- (“in addition, over”) + συν- (“together”) + the ancient verb ἅπτω (háptō, “join; touch”).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]επισυνάπτω • (episynápto) (past επισύναψα/επισυνήψα, passive επισυνάπτομαι)
Conjugation
[edit]επισυνάπτω επισυνάπτομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | επισυνάπτω | επισυνάψω | επισυνάπτομαι | επισυναφθώ |
2 sg | επισυνάπτεις | επισυνάψεις | επισυνάπτεσαι | επισυναφθείς |
3 sg | επισυνάπτει | επισυνάψει | επισυνάπτεται | επισυναφθεί |
1 pl | επισυνάπτουμε, επισυνάπτομε | επισυνάψουμε, επισυνάψομε | επισυναπτόμαστε | επισυναφθούμε |
2 pl | επισυνάπτετε | επισυνάψετε | επισυνάπτεστε, {επισυνάπτεσθε} | επισυναφθείτε |
3 pl | επισυνάπτουν[ε] | επισυνάψουν[ε] | επισυνάπτονται | επισυναφθούν[ε] |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | επισύναπτα, επισυνήπτα1 | επισύναψα, επισυνήψα1 | επισυναπτόμουν[α] | επισυνάφθηκα, [{επισυνήφθην}]2 |
2 sg | επισύναπτες, επισυνήπτες | επισύναψες, επισυνήψες | επισυναπτόσουν[α] | επισυνάφθηκες, [{επισυνήφθης}] |
3 sg | επισύναπτε, επισυνήπτε | επισύναψε, επισυνήψε | επισυναπτόταν | επισυνάφθηκε, {επισυνήφθη} |
1 pl | επισυνάπταμε | επισυνάψαμε | επισυναπτόμασταν, (‑όμαστε) | επισυναφθήκαμε, [{επισυνήφθημεν}] |
2 pl | επισυνάπτατε | επισυνάψατε | επισυναπτόσασταν, (‑όσαστε) | επισυναφθήκατε, [{επισυνήφθητε}] |
3 pl | επισύναπταν, (επισυνάπταν[ε]), επισυνήπταν | επισύναψαν, (επισυνάψαν[ε]), επισυνήψαν | επισυνάπτονταν | επισυνάφθηκαν, {επισυνήφθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα επισυνάπτω ➤ | θα επισυνάψω ➤ | θα επισυνάπτομαι ➤ | θα επισυναφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επισυνάπτεις, … | θα επισυνάψεις, … | θα επισυνάπτεσαι, … | θα επισυναφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επισυνάψει έχω, έχεις, … επισυνημμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επισυναφθεί είμαι, είσαι, … επισυνημμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επισυνάψει είχα, είχες, … επισυνημμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επισυναφθεί ήμουν, ήσουν, … επισυνημμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επισυνάψει θα έχω, θα έχεις, … επισυνημμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επισυναφθεί θα είμαι, θα είσαι, … επισυνημμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | επισύναπτε | επισύναψε | — | επισυνάψου |
2 pl | επισυνάπτετε | επισυνάψτε | επισυνάπτεστε, {επισυνάπτεσθε} | επισυναφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | επισυνάπτοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας επισυνάψει ➤ | [επισυνημμένος,‑-η,‑-ο] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | επισυνάψει | επισυναφθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Also found: imperfect επεσύναπτα, past επεσύναψα 2. Passive forms ending with -ην are very formal, as in the ancient aorist ἐπισυνήφθην from the conjugation of ἐπισυνάπτω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- επισύναψη f (episýnapsi, “attaching”) (of documents)
- επισυνημμένος (episynimménos, “attached”, participle) (of documents)
- συνάπτω (synápto, “attach”)
- and see: άπτομαι (áptomai, “touch”)